- καρδαμίζω
- καρδᾰμ-ίζω,A to be like cress, τί καρδαμίζεις; why chatter so much about cresses, i.e. about nothing? Ar.Th.617.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρδαμίζω — (Α) [κάρδαμο] μιλώ για κάρδαμα, δηλ. λέω ανοησίες … Dictionary of Greek
καρδαμίζεις — καρδαμίζω to be like cress pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek